-
1 ἡμερωλίας
ἡμερ-ωλίας· τοὺς ἐν αὐλῇ διακόνους, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερωλίας
См. также в других словарях:
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek